στραγγώς

στραγγώς
Α
επίρρ. βλ. στραγγός.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • στραγγῶς — στραγγός twisted adverbial …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στραγγός — και στραγός, ή, όν, ΜΑ [στράγξ, γγός] 1. στριμμένος, συνεστραμμένος 2. ακανόνιστος, ασταθής («στραγγοὶ πυρετοί») 3. (για πρόσ.) αναιδής 4. αυτός που ρέει αργά, σταγόνα σταγόνα 5. (για πάθηση) σοβαρός («αἱ μονοπάθειαι τῶν ὀφθαλμῶν στραγγότεραί… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”